- αρμός
- 1) gond2) joint
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ἁρμός — joint masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρμός — ο (AM ἁρμός) 1. η συναρμογή δύο αντικειμένων 2. η άρθρωση ή η κλείδωση των οστών νεοελλ. 1. ρωγμή, χαραμάδα 2. κορυφή βουνού ή λόφου αρχ. το μάνταλο της θύρας … Dictionary of Greek
αρμός — ο 1. σημείο σύνδεσης ή συναρμογής, άρθρωση, κλείδωση. 2. η γραμμή που σχηματίζεται στα σημεία συναρμογής, η σχισμή, το κενό: Οι αρμοί στις πέτρες του τοίχου φαίνονται μεγάλοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁρμοῖς — ἁρμός joint masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοῖσι — ἁρμός joint masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοῖσιν — ἁρμός joint masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοί — ἁρμός joint masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοῦ — ἁρμός joint masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμούς — ἁρμός joint masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμῷ — ἁρμός joint masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμόν — ἁρμός joint masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)